- σκληρήν
- σκληρόςhardfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… … Dictionary of Greek